κεφαλήσιος

κεφαλήσιος
α, ο
1) см. κεφαλικός; 2) напоминающий голову (о сыре)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "κεφαλήσιος" в других словарях:

  • κεφαλήσιος — α, ο 1. αυτός που ανήκει στην κεφαλή 2. αυτός που έχει σχήμα κεφαλής («κεφαλήσιο τύρι» το κεφαλοτύρι). [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλή + επιθετ. κατάλ. ήσιος (πρβλ. καρυδ ήσιος, φιδ ήσιος)] …   Dictionary of Greek

  • -ήσιος — κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής. Στην Αρχαία η κατάλ. ήσιος εμφανίζεται, κυρίως, αφ ενός μεν σε θέματα με χαρακτήρα οδοντικό (πρβλ. βιοτήσιος, φιλοτήσιος κ.ά.), αφ ετέρου δε σε επίθετα που έχουν χρονική σημασία (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»